μελιτερπής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελῐτερπής''': -ές, γλυκὺς ὡς τὸ [[μέλι]], μολπὴ Σιμων. 116. 9. | |lstext='''μελῐτερπής''': -ές, γλυκὺς ὡς τὸ [[μέλι]], μολπὴ Σιμων. 116. 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελιτερπής]], -ές (Α)<br />αυτός που τέρπει ή ευχαριστεί όπως το [[μέλι]] ή αυτός που [[είναι]] [[γλυκός]] σαν το [[μέλι]] («μολπῆς μελιτερπέος», <b>Σιμων.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τερπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέρπω]]), <i>θεο</i>-<i>τερπής</i>, <i>θυμο</i>-<i>τερπής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A honey-sweet, μολπή Simon.184.9.
German (Pape)
[Seite 124] ές, honigsüß ergötzend, μολπή, Simonds. 49 (VII, 25).
Greek (Liddell-Scott)
μελῐτερπής: -ές, γλυκὺς ὡς τὸ μέλι, μολπὴ Σιμων. 116. 9.
Greek Monolingual
μελιτερπής, -ές (Α)
αυτός που τέρπει ή ευχαριστεί όπως το μέλι ή αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («μολπῆς μελιτερπέος», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -τερπής (< τέρπω), θεο-τερπής, θυμο-τερπής].