μέστωμα: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(6_21)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μέστωμα''': τό, [[πλήρωμα]], γέμισμα, Χρησμ. παρ’ Εὐστ. Εὐαγγ. Προπ. σ. 145C.
|lstext='''μέστωμα''': τό, [[πλήρωμα]], γέμισμα, Χρησμ. παρ’ Εὐστ. Εὐαγγ. Προπ. σ. 145C.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[μέστωμα]]) [[μεστώνω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[μεστώνω]], [[πλήρωση]], [[γέμισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για καρπούς και [[δημητριακά]]) [[ωρίμαση]], [[ωριμότητα]], [[γίνωμα]] («το [[μέστωμα]] του καλαμποκιού»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> η [[πάχυνση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αφθονία]], [[πλησμονή]].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέστωμα Medium diacritics: μέστωμα Low diacritics: μέστωμα Capitals: ΜΕΣΤΩΜΑ
Transliteration A: méstōma Transliteration B: mestōma Transliteration C: mestoma Beta Code: me/stwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A fullness, Orac. ap. Eus.PE4.9 (pl.).

German (Pape)

[Seite 141] τό, Fülle, Ausfüllung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μέστωμα: τό, πλήρωμα, γέμισμα, Χρησμ. παρ’ Εὐστ. Εὐαγγ. Προπ. σ. 145C.

Greek Monolingual

το (Α μέστωμα) μεστώνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεστώνω, πλήρωση, γέμισμα
νεοελλ.
1. (για καρπούς και δημητριακά) ωρίμαση, ωριμότητα, γίνωμα («το μέστωμα του καλαμποκιού»)
2. μτφ. η πάχυνση
αρχ.
αφθονία, πλησμονή.