μετασπώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
(25)
(No difference)

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Greek Monolingual

μετασπῶ, -άω (Α)
σύρω κάποιον από ένα μέρος σε άλλο («πειρᾷ μετασπᾱν, σκληρὰ μαλθακῶς λέγων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + σπῶ «τραβώ, σύρω»].