μετιχνιώμαι: Difference between revisions
From LSJ
(25) |
(No difference)
|
Revision as of 07:38, 29 September 2017
Greek Monolingual
μετιχνιῶμαι, -άομαι (Μ)
βαδίζω στα ίχνη κάποιου, ακολουθώ, παρακολουθώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -ιχνιῶμαι (< ἴχνος)].