μικρόσοφος: Difference between revisions
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(6_17) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῑκρόσοφος''': -ον, ὁ εἰς μικρὰ πράγματα [[σοφός]], Διόδ. 26. 1, Ἐκλογ. 513. 60. | |lstext='''μῑκρόσοφος''': -ον, ὁ εἰς μικρὰ πράγματα [[σοφός]], Διόδ. 26. 1, Ἐκλογ. 513. 60. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μικρόσοφος]], -ον (Α)<br />ο [[σοφός]] σε μικρά ή ασήμαντα πράγματα. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A wise in small matters, D.S.26.1.
German (Pape)
[Seite 185] in Kleinigkeiten weise, geschickt, D. Sic. 26, 1.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρόσοφος: -ον, ὁ εἰς μικρὰ πράγματα σοφός, Διόδ. 26. 1, Ἐκλογ. 513. 60.
Greek Monolingual
μικρόσοφος, -ον (Α)
ο σοφός σε μικρά ή ασήμαντα πράγματα.