μονοσίδηρος: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(6_3) |
(25) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονοσίδηρος''': [ῐ], -ον, μόνον ἐκ σιδήρου πεποιημένος· [[ἴσως]] [[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1046· πρβλ. [[μονόξυλος]]. | |lstext='''μονοσίδηρος''': [ῐ], -ον, μόνον ἐκ σιδήρου πεποιημένος· [[ἴσως]] [[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1046· πρβλ. [[μονόξυλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μονοσίδηρος]], -ον (Α)<br />κατασκευασμένος μόνο από σίδηρο, εξ ολοκλήρου [[σιδερένιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σίδηρος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:39, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 205] aus bloßem Eisen, nur Conj., Ar. Equ. 1046.
Greek (Liddell-Scott)
μονοσίδηρος: [ῐ], -ον, μόνον ἐκ σιδήρου πεποιημένος· ἴσως οὕτως ἀναγνωστέον ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1046· πρβλ. μονόξυλος.
Greek Monolingual
μονοσίδηρος, -ον (Α)
κατασκευασμένος μόνο από σίδηρο, εξ ολοκλήρου σιδερένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + σίδηρος.