μορφοποιός: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(a)
 
(25)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0209.png Seite 209]] gestaltend, K. S.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0209.png Seite 209]] gestaltend, K. S.
}}
{{grml
|mltxt=[[μορφοποιός]], -όν (Μ)<br />αυτός που δίνει [[μορφή]], που κατασκευάζει [[εικόνα]], ο [[ζωγράφος]] («ἐκ μορφοποιοῡ χειρὸς ὡραϊσμένην βλέποντες ἄνδρες ἐγγραφεῑσαν [[ἐνθάδε]]», Στουδ. Θεόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 209] gestaltend, K. S.

Greek Monolingual

μορφοποιός, -όν (Μ)
αυτός που δίνει μορφή, που κατασκευάζει εικόνα, ο ζωγράφος («ἐκ μορφοποιοῡ χειρὸς ὡραϊσμένην βλέποντες ἄνδρες ἐγγραφεῑσαν ἐνθάδε», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + -ποιός].