μισοπλάτων: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
(6_15)
 
(25)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑσοπλάτων''': ὁ, ὁ μισῶν τὸν Πλάτωνα, Μ. Ψελλ. ἐν Σάθ. Μεσ. βιβλ. τ. Ε΄, σ. 445.
|lstext='''μῑσοπλάτων''': ὁ, ὁ μισῶν τὸν Πλάτωνα, Μ. Ψελλ. ἐν Σάθ. Μεσ. βιβλ. τ. Ε΄, σ. 445.
}}
{{grml
|mltxt=[[μισοπλάτων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />αυτός που μισεί τον Πλάτωνα, την πλατωνική [[φιλοσοφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[Πλάτων]].
}}
}}

Latest revision as of 07:39, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοπλάτων: ὁ, ὁ μισῶν τὸν Πλάτωνα, Μ. Ψελλ. ἐν Σάθ. Μεσ. βιβλ. τ. Ε΄, σ. 445.

Greek Monolingual

μισοπλάτων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που μισεί τον Πλάτωνα, την πλατωνική φιλοσοφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + Πλάτων.