μονόβιβλος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(6_15)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονόβιβλος''': ὁ, καὶ μονόβιβλον, τό, ἐξ ἑνὸς μόνου βιβλίου ἢ ἓν μόνον [[βιβλίον]] ἢ [[τόμος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 321, Σουΐδ. ἐν λ. Φιλάγριος, Reitz. εἰς Θεόφ. 2. 1237.
|lstext='''μονόβιβλος''': ὁ, καὶ μονόβιβλον, τό, ἐξ ἑνὸς μόνου βιβλίου ἢ ἓν μόνον [[βιβλίον]] ἢ [[τόμος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 321, Σουΐδ. ἐν λ. Φιλάγριος, Reitz. εἰς Θεόφ. 2. 1237.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονόβιβλος]], ὁ (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[μονόβιβλον]].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόβιβλος Medium diacritics: μονόβιβλος Low diacritics: μονόβιβλος Capitals: ΜΟΝΟΒΙΒΛΟΣ
Transliteration A: monóbiblos Transliteration B: monobiblos Transliteration C: monovivlos Beta Code: mono/biblos

English (LSJ)

ὁ, or μονό-βιβλον, τό,

   A single book or volume, Prop.1 tit., Gal.1.410, Ammon.Vit.Arist.p.11 W., Lyd.Mag.1.28, Suid. s.v. Φιλάγριος.

German (Pape)

[Seite 202] aus einem Buche bestehend, auch τὸ μονοβίβλιον, eine solche Schrift, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

μονόβιβλος: ὁ, καὶ μονόβιβλον, τό, ἐξ ἑνὸς μόνου βιβλίου ἢ ἓν μόνον βιβλίοντόμος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 321, Σουΐδ. ἐν λ. Φιλάγριος, Reitz. εἰς Θεόφ. 2. 1237.

Greek Monolingual

μονόβιβλος, ὁ (ΑΜ)
βλ. μονόβιβλον.