μορφόλυκος: Difference between revisions
From LSJ
(25) |
(No difference)
|
Revision as of 07:39, 29 September 2017
Greek Monolingual
μορφόλυκος, -ον (Α)
λυκόμορφος, με μορφή λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + λύκος (πρβλ. και λυκόμορφος)].
(25) |
(No difference)
|
μορφόλυκος, -ον (Α)
λυκόμορφος, με μορφή λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + λύκος (πρβλ. και λυκόμορφος)].