μονοήμερος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μονήμερος]].<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ἡμέρα]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μονήμερος]].<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ἡμέρα]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[μονήμερος]], -η, -ο (ΑΜ [[μονοήμερος]] και [[μονήμερος]], -ον)<br />αυτός που διαρκεί μία [[ημέρα]] ή αυτός που ζει μία [[ημέρα]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[τόπο]]) αυτός που βρίσκεται σε [[απόσταση]] μιας ημέρας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που απαιτεί μία [[μέρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που παραμένει για μία [[ημέρα]]<br /><b>3.</b> (για φάρμακα) αυτός που θεραπεύει [[μέσα]] σε μία [[ημέρα]]<br /><b>4.</b> αυτός που εμφανίζεται ή δρα [[κάθε]] [[μέρα]] («σκευὴ ἄγουσα μονοημέρους», πάπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοημερίς</i> και <i>μονημερίς</i> και <i>μονήμερα</i><br />την [[ίδια]] [[μέρα]], [[μέσα]] σε μία [[μέρα]], [[αυθημερόν]].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοήμερος Medium diacritics: μονοήμερος Low diacritics: μονοήμερος Capitals: ΜΟΝΟΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: monoḗmeros Transliteration B: monoēmeros Transliteration C: monoimeros Beta Code: monoh/meros

English (LSJ)

ον,

   A = μονήμερος, in one day, Batr.303.    II curing in one day, of remedies, Gal.12.712, al., Aët.7.103; requiring one day, of alchemical operations, Zos. Alch.p.140 B.    III σκευὴ ἄγουσα (sc. δαίμονας) μονοημέρους on the selfsame day, PMag.Par.1.2442.

German (Pape)

[Seite 203] = μονήμερος, Batrach. 305.

Greek (Liddell-Scott)

μονοήμερος: -ον, = μονήμερος, Βατραχομ. 305.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. μονήμερος.
Étymologie: μόνος, ἡμέρα.

Greek Monolingual

και μονήμερος, -η, -ο (ΑΜ μονοήμερος και μονήμερος, -ον)
αυτός που διαρκεί μία ημέρα ή αυτός που ζει μία ημέρα
μσν.
(για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε απόσταση μιας ημέρας
αρχ.
1. αυτός που απαιτεί μία μέρα
2. αυτός που παραμένει για μία ημέρα
3. (για φάρμακα) αυτός που θεραπεύει μέσα σε μία ημέρα
4. αυτός που εμφανίζεται ή δρα κάθε μέρα («σκευὴ ἄγουσα μονοημέρους», πάπ.).
επίρρ...
μονοημερίς και μονημερίς και μονήμερα
την ίδια μέρα, μέσα σε μία μέρα, αυθημερόν.