μύηση: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
(26)
(No difference)

Revision as of 11:56, 29 September 2017

Greek Monolingual

η (ΑΜ μύησις) μυώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μυώ, η κατήχηση και η εισαγωγή κάποιου στα θρησκευτικά μυστήρια («ἥδιστα δὲ τοῑς ἀνθρώποις ἑορταὶ καὶ εἱλαπίναι πρὸς ἱεροῑς καὶ μυήσεις καὶ ὀργιασμοί», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) προσηλυτισμός, η προσχώρηση και η συμμετοχή κάποιου σε μυστική υπόθεση ή κίνηση θρησκευτικού, ιδεολογικού, πολιτικού ή άλλου χαρακτήρα («η μύηση στη Φιλική Εταιρεία»)
2. τελετή με την οποία γίνεται η πρόσληψη κάποιου σε μυστική εταιρεία ή σε θρησκευτική αδελφότητα, η μυσταγωγία
3. εκμάθηση τών μυστικών τέχνης ή επιστήμης («μύηση στην αγιογραφία»)
(μσν. -αρχ.) το βάπτισμα.