μυρηρός: Difference between revisions
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
(6_4) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῠρηρός''': -ά, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς εὐῶδες [[ἔλαιον]], ὁ πρὸς ἐναπόθεσιν μύρων, [[τεῦχος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 179· [[λήκυθος]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 8. | |lstext='''μῠρηρός''': -ά, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς εὐῶδες [[ἔλαιον]], ὁ πρὸς ἐναπόθεσιν μύρων, [[τεῦχος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 179· [[λήκυθος]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυρηρός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μύρο]] ή αυτός που χρησιμοποιείται ως [[δοχείο]] μύρου («τῆς μυρηρᾱς ληκύθου», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ελαι</i>-<i>ηρός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A of sweet oil, τεύχη A.Fr.180.5; λήκυθος Ar.Fr. 205.
German (Pape)
[Seite 218] zu wohlriechenden Salben gehörig; χωρὶς μυρηρῶν τευχέων, die Salben enthalten, Aesch. frg. 15 bei Ath. I, 17; λήκυθος, Arr. fr. 8.
Greek (Liddell-Scott)
μῠρηρός: -ά, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς εὐῶδες ἔλαιον, ὁ πρὸς ἐναπόθεσιν μύρων, τεῦχος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 179· λήκυθος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 8.
Greek Monolingual
μυρηρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μύρο ή αυτός που χρησιμοποιείται ως δοχείο μύρου («τῆς μυρηρᾱς ληκύθου», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + κατάλ. -ηρός (πρβλ. ελαι-ηρός)].