ναοδομία: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
(6_10) |
(26) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νᾱοδομία''': ἡ, ἡ οἰκοδομὴ ναῶν, Νικήτ. Χρον. 134C. | |lstext='''νᾱοδομία''': ἡ, ἡ οἰκοδομὴ ναῶν, Νικήτ. Χρον. 134C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Μ [[ναοδομία]]) [[ναοδόμος]]<br /><b>1.</b> [[οικοδόμηση]], [[κατασκευή]] ναού<br /><b>2.</b> [[αρχιτεκτονική]] ναών. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:57, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 228] ἡ, der Tempelbau, Nicet
Greek (Liddell-Scott)
νᾱοδομία: ἡ, ἡ οἰκοδομὴ ναῶν, Νικήτ. Χρον. 134C.
Greek Monolingual
η (Μ ναοδομία) ναοδόμος
1. οικοδόμηση, κατασκευή ναού
2. αρχιτεκτονική ναών.