μυρτοχειλίδες: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(Bailly1_3)
(26)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων ([[αἱ]]) :<br /><i>labia majora pudendorum</i> LSJ.<br />'''Étymologie:''' [[μύρτον]], [[χεῖλος]].
|btext=ων ([[αἱ]]) :<br /><i>labia majora pudendorum</i> LSJ.<br />'''Étymologie:''' [[μύρτον]], [[χεῖλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μυρτοχειλίδες]], αἱ (Α) [[μυρτόχειλα]]<br />([[κατά]] τον Πολυδεύκη) «τα [[ἑκατέρωθεν]] του γυναικείου αιδοίου σαρκώδη πτερυγώματα».
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 222] αἱ, die Lefzen an der weiblichen Schaam, Poll. 2, 174. Vgl. μύρτον.

Greek (Liddell-Scott)

μυρτοχειλίδες: -αἱ, τὰ ἑκατέρωθεν τοῦ μύρτου, δηλ. τῆς κλειτορίδος τοῦ γυναικείου αἰδοίου χείλη, τὰ ἄλλως κρημνοὶ ἢ πτερυγώματα λεγόμενα, Πολυδ. Β΄, 174.

French (Bailly abrégé)

ων (αἱ) :
labia majora pudendorum LSJ.
Étymologie: μύρτον, χεῖλος.

Greek Monolingual

μυρτοχειλίδες, αἱ (Α) μυρτόχειλα
(κατά τον Πολυδεύκη) «τα ἑκατέρωθεν του γυναικείου αιδοίου σαρκώδη πτερυγώματα».