ξενόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξενόφωνος''': -ον, ὁ ὁμιλῶν ἢ ἠχῶν [[ξένως]] ἢ παραδόξως, [[Πολυδ]]. Β΄, 113. | |lstext='''ξενόφωνος''': -ον, ὁ ὁμιλῶν ἢ ἠχῶν [[ξένως]] ἢ παραδόξως, [[Πολυδ]]. Β΄, 113. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ξενόφωνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μιλά με ξενική [[προφορά]]<br /><b>2.</b> [[ξενόγλωσσος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μιλά ή ηχεί παράξενα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A speaking or sounding strange, rejected by Poll.2.113.
German (Pape)
[Seite 278] fremd, ausländisch sprechend, Poll. 2, 113, der das Wort verwirft.
Greek (Liddell-Scott)
ξενόφωνος: -ον, ὁ ὁμιλῶν ἢ ἠχῶν ξένως ἢ παραδόξως, Πολυδ. Β΄, 113.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ξενόφωνος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που μιλά με ξενική προφορά
2. ξενόγλωσσος
αρχ.
αυτός που μιλά ή ηχεί παράξενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος].