μουσοκόλαξ: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6_4) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μουσοκόλαξ''': -ᾰκος, ὁ, ὁ τὰς Μούσας κολακεύων, θεραπεύων, Διον. Ἁλ. 7. 9. | |lstext='''μουσοκόλαξ''': -ᾰκος, ὁ, ὁ τὰς Μούσας κολακεύων, θεραπεύων, Διον. Ἁλ. 7. 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μουσοκόλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />αυτός που υπηρετεί τις Μούσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> [[κόλαξ]] (<b>πρβλ.</b> <i>αυλο</i>-[[κόλαξ]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ,
A courtier of the Muses, D.H.7.9.
German (Pape)
[Seite 211] ακος, ὁ, Musenschmeichler, D. Hal. 7, 9.
Greek (Liddell-Scott)
μουσοκόλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ τὰς Μούσας κολακεύων, θεραπεύων, Διον. Ἁλ. 7. 9.
Greek Monolingual
μουσοκόλαξ, -ακος, ὁ (Α)
αυτός που υπηρετεί τις Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + κόλαξ (πρβλ. αυλο-κόλαξ)].