μπροστέλα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
(26)
(No difference)

Revision as of 12:00, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
ποδιά για τις δουλειές του σπιτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. τ. ἐμπροστέλα + κατάλ. -έλα (πρβλ. καρτ-έλα, ροδ-έλα). Κατ' άλλη άποψη, < σλαβ. pre-stela, με παρετυμολ. επίδραση του εμπρός].