μύλλον: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(6_21)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μύλλον''': τό, [[χεῖλος]], [[Πολυδ]]. Β΄, 90. (Συγγενὲς τῷ μύω, μύλω).
|lstext='''μύλλον''': τό, [[χεῖλος]], [[Πολυδ]]. Β΄, 90. (Συγγενὲς τῷ μύω, μύλω).
}}
{{grml
|mltxt=[[μύλλον]], τὸ (Α)<br />[[χείλος]] («καὶ γὰρ τὰ χείλη μύλλα προσαγορεύουσι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[μύλλον]], [[μυλλός]] (I), [[μυλλαίνω]] ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ū</i>, ηχομίμηση του υπόκωφου ήχου που παράγεται με πιεσμένα τα χείλη, άναρθρο [[μουρμούρισμα]] (<b>πρβλ.</b> <i>μυ</i>-<i>κ</i>-<i>ῶμαι</i> «[[μουγκρίζω]]», [[μύζω]] Ι) με [[επίθημα]] -<i>λος</i> και εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>- του επιθήματος. Οι τ. συνδέονται με: αρχ. άνω γερμ. <i>m</i><i>ū</i><i>la</i>, γερμ. <i>Μaul</i> «[[ρύγχος]], [[στόμα]] ζώου» και με αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ū</i><i>la</i>- «[[ρίζα]]» (από την οποία τρέφονται τα φυτά). Η λ. [[μύλλον]] εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια: <i>Μύλλος</i>, <i>Μυλλίων</i>, <i>Μυλλέας</i>, <i>Μυλλίς</i> ([[εκτός]] κι αν ορισμένα από αυτά συνδέονται με το [[ψάρι]] [[μύλλος]])].
}}
}}

Revision as of 12:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύλλον Medium diacritics: μύλλον Low diacritics: μύλλον Capitals: ΜΥΛΛΟΝ
Transliteration A: mýllon Transliteration B: myllon Transliteration C: myllon Beta Code: mu/llon

English (LSJ)

τό,

   A lip, Poll.2.90.

German (Pape)

[Seite 217] τό, die Lippe, Poll. 2, 90.

Greek (Liddell-Scott)

μύλλον: τό, χεῖλος, Πολυδ. Β΄, 90. (Συγγενὲς τῷ μύω, μύλω).

Greek Monolingual

μύλλον, τὸ (Α)
χείλος («καὶ γὰρ τὰ χείλη μύλλα προσαγορεύουσι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μύλλον, μυλλός (I), μυλλαίνω ανάγονται στην ΙΕ ρίζα mū, ηχομίμηση του υπόκωφου ήχου που παράγεται με πιεσμένα τα χείλη, άναρθρο μουρμούρισμα (πρβλ. μυ-κ-ῶμαι «μουγκρίζω», μύζω Ι) με επίθημα -λος και εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- του επιθήματος. Οι τ. συνδέονται με: αρχ. άνω γερμ. mūla, γερμ. Μaul «ρύγχος, στόμα ζώου» και με αρχ. ινδ. mūla- «ρίζα» (από την οποία τρέφονται τα φυτά). Η λ. μύλλον εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια: Μύλλος, Μυλλίων, Μυλλέας, Μυλλίς (εκτός κι αν ορισμένα από αυτά συνδέονται με το ψάρι μύλλος)].