ομιλητικός: Difference between revisions
From LSJ
(28) |
(No difference)
|
Revision as of 12:00, 29 September 2017
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὁμιλητικός, -ή, -όν) ομιλώ
ευπροσήγορος, προσηνής, αυτός που δεν δυσκολεύεται να μιλήσει στους άλλους ή να συζητήσει μαζί τους
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η ομιλητική
η τέχνη του ομιλητή, του αγορητή
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ομιλητική
μάθημα του πρακτικού κλάδου της θεολογικής επιστήμης το οποίο αναφέρεται στη θεωρία και στην τεχνική του θείου κηρύγματος
μσν.
φρ. «ὁμιλητικαὶ διηγήσεις» — οι αφηγηματικές ομιλίες
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τo ὁμιλητικόν
η χαρά της συναναστροφής
2. το θηλ. ως ουσ. το γνώρισμα εκείνου που συναναστρέφεται.
επίρρ...
ομιλητικώς και -ά (Μ ὁμιλητικῶς)
με ομιλητικό τρόπο.