μύσσομαι: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=moucher.<br />'''Étymologie:''' v. [[μύξα]]. | |btext=moucher.<br />'''Étymologie:''' v. [[μύξα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μύσσομαι]] (Α)<br />[[φυσώ]] τη [[μύτη]], [[βγάζω]] τη [[μύξα]] («μύσσονται δὲ [[οὐδέν]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μύσσομαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μυκ</i>-<i>jω</i>) —απ' όπου [[κατά]] μια [[ετυμολογία]] παράγεται και το νεώτ. [[μύτη]] <b>βλ. λ.</b>— ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>meu</i>-<i>k</i>- / (<i>s</i>)<i>meu</i>-<i>g</i>- με αρχική σημ. «[[μαλακός]]», απ' όπου «[[ολισθηρός]], [[γλιστρώ]], [[βλέννα]], [[βλεννώδης]]» (<b>πρβλ.</b> [[σμύξων]], [[σμύσσεται]], [[σμυκτήρ]], γλώσσες <b>Ησύχ.</b>) και συνδέεται με λατ. <i>m</i><i>ū</i><i>c</i><i>ō</i><i>r</i>, <i>m</i><i>ū</i><i>cus</i> «[[βλέννα]], [[μύξα]]» και <i>ē</i>-<i>mung</i><i>ō</i> / <i>mung</i><i>ō</i> «[[βγάζω]] τη [[μύξα]]» (<b>πρβλ.</b> λ. [[μύξα]]), αρχ. ισλδ. <i>mygia</i> «[[μούχλα]]», λεττον. <i>mukls</i> «[[βαλτώδης]]», κελτ. <i>sm</i><i>ū</i><i>c</i> «[[μαλακός]]». Επίσης το ρ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τ. που σημαίνουν «[[διαφεύγω]], [[αφήνω]], [[ελευθερώνω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>muncati</i>, λιθουαν. <i>munku</i>). Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] με το ρ. [[μύσσομαι]] ανάγονται και οι λ. [[μύκης]], [[μύζω]] (II) και [[μυχθίζω]]. Η σημ., [[τέλος]], του ρ. [[μύσσομαι]] εξελίχθηκε στα δύο [[σημαντικά]] παράγωγά του σε «[[βλέννα]], [[βλεννώδης]]» για τη λ. [[μύξα]] και τα παράγωγά της και «[[χλευάζω]], [[περιγελώ]]» για τη λ. [[μυκτήρ]] και τα παράγωγά της.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μυκτήρ]](<i>ας</i>), [[μύξα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>εκμύσσομαι</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
fut. μύξομαι Epic.in Arch.Pap.7.5:—
A blow the nose, μύσσονται δὲ οὐδέν Hp.Vict.3.70:—Act. (dub. in Hsch.) is only found in compds. ἀπο-, προ-μύττω. (Cf. μυκτήρ, μύξα (A); Skt. muncáti 'let go', Lat. e-mungo.)
Greek (Liddell-Scott)
μύσσομαι: μέσ., ἀπομύττομαι, ἐκβάλλω τὴν μύξαν μου, μύσσονται δὲ οὐδὲν Ἱππ. 369. 13· - τὸ ἐνεργ. μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., ἀλλ’ εὕρηται μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπο-, προ-μύττω. - (Ἐκ √ΜΥΚ, πρβλ. μυκτήρ, μύξα, ἀπομύξασθαι)· Σανσκρ. muk, mu`nk-âmi (adjicio), Λατ. mung-o, e-mung-o, muc-us, muc-edo.)
French (Bailly abrégé)
moucher.
Étymologie: v. μύξα.
Greek Monolingual
μύσσομαι (Α)
φυσώ τη μύτη, βγάζω τη μύξα («μύσσονται δὲ οὐδέν», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μύσσομαι (< μυκ-jω) —απ' όπου κατά μια ετυμολογία παράγεται και το νεώτ. μύτη βλ. λ.— ανάγεται σε ΙΕ ρίζα (s)meu-k- / (s)meu-g- με αρχική σημ. «μαλακός», απ' όπου «ολισθηρός, γλιστρώ, βλέννα, βλεννώδης» (πρβλ. σμύξων, σμύσσεται, σμυκτήρ, γλώσσες Ησύχ.) και συνδέεται με λατ. mūcōr, mūcus «βλέννα, μύξα» και ē-mungō / mungō «βγάζω τη μύξα» (πρβλ. λ. μύξα), αρχ. ισλδ. mygia «μούχλα», λεττον. mukls «βαλτώδης», κελτ. smūc «μαλακός». Επίσης το ρ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τ. που σημαίνουν «διαφεύγω, αφήνω, ελευθερώνω» (πρβλ. αρχ. ινδ. muncati, λιθουαν. munku). Στην ίδια ρίζα με το ρ. μύσσομαι ανάγονται και οι λ. μύκης, μύζω (II) και μυχθίζω. Η σημ., τέλος, του ρ. μύσσομαι εξελίχθηκε στα δύο σημαντικά παράγωγά του σε «βλέννα, βλεννώδης» για τη λ. μύξα και τα παράγωγά της και «χλευάζω, περιγελώ» για τη λ. μυκτήρ και τα παράγωγά της.
ΠΑΡ. μυκτήρ(ας), μύξα.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. εκμύσσομαι].