μύσσομαι: Difference between revisions

26
(Bailly1_3)
(26)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=moucher.<br />'''Étymologie:''' v. [[μύξα]].
|btext=moucher.<br />'''Étymologie:''' v. [[μύξα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μύσσομαι]] (Α)<br />[[φυσώ]] τη [[μύτη]], [[βγάζω]] τη [[μύξα]] («μύσσονται δὲ [[οὐδέν]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μύσσομαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μυκ</i>-<i>jω</i>) —απ' όπου [[κατά]] μια [[ετυμολογία]] παράγεται και το νεώτ. [[μύτη]] <b>βλ. λ.</b>— ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>meu</i>-<i>k</i>- / (<i>s</i>)<i>meu</i>-<i>g</i>- με αρχική σημ. «[[μαλακός]]», απ' όπου «[[ολισθηρός]], [[γλιστρώ]], [[βλέννα]], [[βλεννώδης]]» (<b>πρβλ.</b> [[σμύξων]], [[σμύσσεται]], [[σμυκτήρ]], γλώσσες <b>Ησύχ.</b>) και συνδέεται με λατ. <i>m</i><i>ū</i><i>c</i><i>ō</i><i>r</i>, <i>m</i><i>ū</i><i>cus</i> «[[βλέννα]], [[μύξα]]» και <i>ē</i>-<i>mung</i><i>ō</i> / <i>mung</i><i>ō</i> «[[βγάζω]] τη [[μύξα]]» (<b>πρβλ.</b> λ. [[μύξα]]), αρχ. ισλδ. <i>mygia</i> «[[μούχλα]]», λεττον. <i>mukls</i> «[[βαλτώδης]]», κελτ. <i>sm</i><i>ū</i><i>c</i> «[[μαλακός]]». Επίσης το ρ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τ. που σημαίνουν «[[διαφεύγω]], [[αφήνω]], [[ελευθερώνω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>muncati</i>, λιθουαν. <i>munku</i>). Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] με το ρ. [[μύσσομαι]] ανάγονται και οι λ. [[μύκης]], [[μύζω]] (II) και [[μυχθίζω]]. Η σημ., [[τέλος]], του ρ. [[μύσσομαι]] εξελίχθηκε στα δύο [[σημαντικά]] παράγωγά του σε «[[βλέννα]], [[βλεννώδης]]» για τη λ. [[μύξα]] και τα παράγωγά της και «[[χλευάζω]], [[περιγελώ]]» για τη λ. [[μυκτήρ]] και τα παράγωγά της.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μυκτήρ]](<i>ας</i>), [[μύξα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>εκμύσσομαι</i>].
}}
}}