ναυπρύτανις: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(SL_2) |
(26) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ναυπρῠτᾰνις</b> f. adj., <br /> <b>1</b> [[ruling]] ships κατερεῖς [[πόθεν]] ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν (sc. ὦ [[Αἴγινα]]: the [[genius]] [[for]] [[your]] [[mastery]] of ships ) (Pae. 6.130) | |sltr=<b>ναυπρῠτᾰνις</b> f. adj., <br /> <b>1</b> [[ruling]] ships κατερεῖς [[πόθεν]] ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν (sc. ὦ [[Αἴγινα]]: the [[genius]] [[for]] [[your]] [[mastery]] of ships ) (Pae. 6.130) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ναυπρύτανις]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διοικεί τα πλοία<br /><b>2.</b> (για θεό) αυτός που [[είναι]] [[κυρίαρχος]] της θάλασσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[πρύτανις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ιος, ὁ,
A ruling ships or the sea, δαίμων Pi. Pae.6.130.
English (Slater)
ναυπρῠτᾰνις f. adj.,
1 ruling ships κατερεῖς πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν (sc. ὦ Αἴγινα: the genius for your mastery of ships ) (Pae. 6.130)
Greek Monolingual
ναυπρύτανις, ὁ (Α)
1. αυτός που διοικεί τα πλοία
2. (για θεό) αυτός που είναι κυρίαρχος της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πρύτανις.