Ναζωραίος: Difference between revisions
From LSJ
(26) |
(No difference)
|
Revision as of 12:02, 29 September 2017
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ Ναζωραῑος, -α, -ον) Ναζαρέτ
1. (ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που κατάγεται από τη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης ή ο κάτοικος της πόλης αυτής
2. προσωνυμία του Ιησού Χριστού
3. (στον πληθ. ως ουσ.) οι Ναζωραίοι και Ναζαρηνοί
α) οπαδοί ορισμένων σχισματικών ιουδαϊκών κοινοτήτων κατά τον 4ο και 5ο αιώνα
β) οπαδοί διαφόρων αιρέσεων κατά τον 18ο και 19ο αιώνα στην κεντρική Ευρώπη.