νευροειδής: Difference between revisions

From LSJ
(6_7)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νευροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] νεύρῳ· τὸ νευροειδές, = [[λειμώνιον]], Διοσκ. 4. 16, Πλίν. 20. 28.
|lstext='''νευροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] νεύρῳ· τὸ νευροειδές, = [[λειμώνιον]], Διοσκ. 4. 16, Πλίν. 20. 28.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[νευροειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] νεύρου, που μοιάζει με [[νεύρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo νευροειδές</i><br />το [[φυτό]] λειμώνιο.
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευροειδής Medium diacritics: νευροειδής Low diacritics: νευροειδής Capitals: ΝΕΥΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: neuroeidḗs Transliteration B: neuroeidēs Transliteration C: nevroeidis Beta Code: neuroeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like sinews: τὸ ν., = λειμώνιον, Dsc.4.16, Plin.HN 20.72.

Greek (Liddell-Scott)

νευροειδής: -ές, ὅμοιος νεύρῳ· τὸ νευροειδές, = λειμώνιον, Διοσκ. 4. 16, Πλίν. 20. 28.

Greek Monolingual

-ές (Α νευροειδής, -ές)
αυτός που έχει μορφή νεύρου, που μοιάζει με νεύρο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo νευροειδές
το φυτό λειμώνιο.