νηρόν: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(6_4)
 
(27)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νηρόν''': «τὸ ταπεινὸν [ὑδατεινόν, Schmidt]» Ἡσύχ.
|lstext='''νηρόν''': «τὸ ταπεινὸν [ὑδατεινόν, Schmidt]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[νηρόν]], τὸ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ταπεινόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με το [[νηρός]] ή με το [[νέρθε]] δεν θεωρείται πιθανή].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νηρόν: «τὸ ταπεινὸν [ὑδατεινόν, Schmidt]» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νηρόν, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ταπεινόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με το νηρός ή με το νέρθε δεν θεωρείται πιθανή].