νηματώδης: Difference between revisions
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
(Bailly1_3) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />semblable à des fils.<br />'''Étymologie:''' [[νῆμα]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br />semblable à des fils.<br />'''Étymologie:''' [[νῆμα]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ώδες (Α [[νηματώδης]], -ῶδες) [[νήμα]]<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από νήματα ή που χωρίζεται σε νήματα («νηματώδεις ἱστοὶ φυτοῡ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[νήμα]] («νηματώδες [[νεύρο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι νηματώδεις</i><br /><b>ζωολ.</b> [[φύλο]] ή [[ομοταξία]] τών νημαθελμίνθων. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A fibrous, in filaments, Plu.2.434a.
Greek (Liddell-Scott)
νημᾰτώδης: -ες, ὅμοιος, νήματι, μηρύματα λίθων μαλακὰ νηματώδη Πλούτ. 2. 434Α.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à des fils.
Étymologie: νῆμα, -ωδης.
Greek Monolingual
-ώδες (Α νηματώδης, -ῶδες) νήμα
1. αυτός που αποτελείται από νήματα ή που χωρίζεται σε νήματα («νηματώδεις ἱστοὶ φυτοῡ», Πλούτ.)
2. αυτός που μοιάζει με νήμα («νηματώδες νεύρο»)
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νηματώδεις
ζωολ. φύλο ή ομοταξία τών νημαθελμίνθων.