νοήρης: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(6_7)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νοήρης''': -ες, ἔχων νοῦν, ὡς τὸ [[φρενήρης]], χειρῶν νοῆρες [[ἔργον]], τὸ [[μετὰ]] σκέψεως γινόμενον, Ἡρώνδ. VIII, 3.
|lstext='''νοήρης''': -ες, ἔχων νοῦν, ὡς τὸ [[φρενήρης]], χειρῶν νοῆρες [[ἔργον]], τὸ [[μετὰ]] σκέψεως γινόμενον, Ἡρώνδ. VIII, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[νοήρης]], -ες (Α)<br />αυτός που έχει πνευματική [[ευστροφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[ήρης]])].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοήρης Medium diacritics: νοήρης Low diacritics: νοήρης Capitals: ΝΟΗΡΗΣ
Transliteration A: noḗrēs Transliteration B: noērēs Transliteration C: noiris Beta Code: noh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A skilful, ἔργον Herod.7.3. Adv. Dor. νοᾱρέως, = νουνεχόντως, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

νοήρης: -ες, ἔχων νοῦν, ὡς τὸ φρενήρης, χειρῶν νοῆρες ἔργον, τὸ μετὰ σκέψεως γινόμενον, Ἡρώνδ. VIII, 3.

Greek Monolingual

νοήρης, -ες (Α)
αυτός που έχει πνευματική ευστροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + κατάλ. -ήρης (πρβλ. ποδ-ήρης)].