πῖον: Difference between revisions
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>neutre de</i> [[πίων]]. | |btext=<i>neutre de</i> [[πίων]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />(ενν. [[γάλα]]) το [[πάχος]], το [[λίπος]] του γάλακτος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[πίων]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
(sc. γάλα), τό,
A fat, rich milk, Nic.Al.77.
German (Pape)
[Seite 617] τό, Fett, Fettigkeit, fette Milch, Nic. Al. 77. Eigtl. neutr. von πίων.
Greek (Liddell-Scott)
πῖον: (ἐξυπ. γάλα), τό, παχύ, πηκτὸν γάλα, Νικ. Ἀλεξιφ. 77.
French (Bailly abrégé)
neutre de πίων.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(ενν. γάλα) το πάχος, το λίπος του γάλακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πίων].