πολύμορφος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(eksahir)
(33)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[polimorfo]], [[que tiene muchas formas]]
|esgtx=[[polimorfo]], [[que tiene muchas formas]]
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύμορφος]], -ον ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλές μορφές, που παρουσιάζεται με πολλές μορφές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύμορφο</i><br /><b>χημ.</b> πολύμορφο [[σώμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) <b>χημ.</b> «πολύμορφο [[σώμα]]» και «πολύμορφη [[ένωση]]» — [[ένωση]] που εμφανίζεται σε περισσότερες από μία διαφορετικές μορφές, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[διοξείδιο]] του πυριτίου, το οποίο απαντά στις μορφές χαλαζία, τριδυμίτη και χριστοβαλτίτη<br />β) «πολύμορφη [[συνάρτηση]]»<br /><b>μαθ.</b> [[συνάρτηση]] που μπορεί να λάβει περισσότερες τιμές για την [[ίδια]] [[τιμή]] της ανεξάρτητης μεταβλητής της<br />γ) «πολύμορφο [[παραλήρημα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[παραλήρημα]] στο οποίο παρατηρείται [[εναλλαγή]] διαφόρων μορφών παραληρητικών ιδεών, όπως [[είναι]] λ.χ. οι υποχονδριακές, οι μεγαλομανιακές κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ευμετάβολος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολύμορφον</i><br />το σφηνοειδές [[οστό]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολυμόρφως]] Α<br />με [[πολυμορφία]], με πολλές μορφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>μορφος</i>, <i>ποικιλό</i>-<i>μορφος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύμορφος Medium diacritics: πολύμορφος Low diacritics: πολύμορφος Capitals: ΠΟΛΥΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: polýmorphos Transliteration B: polymorphos Transliteration C: polymorfos Beta Code: polu/morfos

English (LSJ)

ον,

   A multiform, manifold, Hp.Aër.12; π. τοῖς σχήμασιν Arist.PA646b32: Comp., ib.656a4: Sup., Id.HA606b18; π. λόγων ἰδέα Him.Or.34.4. Adv. -φως D.S.2.52.    II of persons, versatile, Ph.2.47; π. βίος Id.1.565.    III of irregular shape: hence πολύμορφον, τό, the sphenoid bone, Gal.14.721.

German (Pape)

[Seite 667] vielgestaltig; θηρία πολυμορφότατα, Arist. H. A. 8, 28; κακόν, Luc. Asin. 54, u. öfter, Maneth. 5, 29.

Greek (Liddell-Scott)

πολύμορφος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς μορφάς, πολλαπλοῦς, ποικίλος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ, 4. 11, 22 κ. ἀλλ.· Ὑπερθ., ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 11. Ἐπίρρ. -φως, Διόδ. 2. 52.

Spanish

polimorfo, que tiene muchas formas

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύμορφος, -ον ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές μορφές, που παρουσιάζεται με πολλές μορφές
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το πολύμορφο
χημ. πολύμορφο σώμα
2. φρ. α) χημ. «πολύμορφο σώμα» και «πολύμορφη ένωση» — ένωση που εμφανίζεται σε περισσότερες από μία διαφορετικές μορφές, όπως είναι λ.χ. το διοξείδιο του πυριτίου, το οποίο απαντά στις μορφές χαλαζία, τριδυμίτη και χριστοβαλτίτη
β) «πολύμορφη συνάρτηση»
μαθ. συνάρτηση που μπορεί να λάβει περισσότερες τιμές για την ίδια τιμή της ανεξάρτητης μεταβλητής της
γ) «πολύμορφο παραλήρημα»
ιατρ. παραλήρημα στο οποίο παρατηρείται εναλλαγή διαφόρων μορφών παραληρητικών ιδεών, όπως είναι λ.χ. οι υποχονδριακές, οι μεγαλομανιακές κ.ά.
αρχ.
1. ο ευμετάβολος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύμορφον
το σφηνοειδές οστό.
επίρρ...
πολυμόρφως Α
με πολυμορφία, με πολλές μορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. εύ-μορφος, ποικιλό-μορφος].