πορφυρίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
(6_8)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πορφῠρίζω''': ἔχω [[χρῶμα]] πλησιάζον τῷ πορφυρῷ, Διοσκ. 3. 44, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 281Ε· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 130, 3· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ.
|lstext='''πορφῠρίζω''': ἔχω [[χρῶμα]] πλησιάζον τῷ πορφυρῷ, Διοσκ. 3. 44, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 281Ε· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 130, 3· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ΝΜΑ [[πορφύρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>πορφυρίζομαι</i><br />[[παίρνω]] πορφυρό [[χρώμα]] («και πορφυρίζονται πάντες οι ουράνιοι κάμποι», Κάλβ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />έχω [[χρώμα]] υποπόρφυρο, το [[χρώμα]] μου πλησιάζει το πορφυρό (α. «ἔχον ἐπ' [[ἄκρον]] κεφάλια ἄνθους πορφυρίζοντα», <b>Διοσκ.</b>)<br />β. «πορφυρίζον [[ἄνθος]]», Γεωπ.).———————— <b>(II)</b><br />Α<br />(για [[θάλασσα]]) [[πορφύρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρω]], [[κατά]] το [[πορφυρίζω]] (Ι) (<span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]])].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφυρίζω Medium diacritics: πορφυρίζω Low diacritics: πορφυρίζω Capitals: ΠΟΡΦΥΡΙΖΩ
Transliteration A: porphyrízō Transliteration B: porphyrizō Transliteration C: porfyrizo Beta Code: porfuri/zw

English (LSJ)

   A to be purplish, Dsc.3.36, Apollod.Ath. ap. Ath.7.281f; of the sea, Arist. Mir.843a26:—Med., Apollon.Lex.s.v. πορφύρῃ.

German (Pape)

[Seite 686] ein wenig purpurfarbig sein; Ath. VII, 281 e; D. Sic. 2, 53.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρίζω: ἔχω χρῶμα πλησιάζον τῷ πορφυρῷ, Διοσκ. 3. 44, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 281Ε· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 130, 3· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ.

Greek Monolingual

(I)
ΝΜΑ πορφύρα
νεοελλ.
μέσ. πορφυρίζομαι
παίρνω πορφυρό χρώμα («και πορφυρίζονται πάντες οι ουράνιοι κάμποι», Κάλβ.)
μσν.-αρχ.
έχω χρώμα υποπόρφυρο, το χρώμα μου πλησιάζει το πορφυρό (α. «ἔχον ἐπ' ἄκρον κεφάλια ἄνθους πορφυρίζοντα», Διοσκ.)
β. «πορφυρίζον ἄνθος», Γεωπ.).———————— (II)
Α
(για θάλασσα) πορφύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρω, κατά το πορφυρίζω (Ι) (< πορφύρα)].