ὁμοιοβαρής: Difference between revisions
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(6_7) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμοιοβᾰρής''': -ές, ὁ ἔχων ὅμοιον βάρος, [[ἰσοβαρής]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 6. | |lstext='''ὁμοιοβᾰρής''': -ές, ὁ ἔχων ὅμοιον βάρος, [[ἰσοβαρής]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[ὁμοιοβαρής]], -ές)<br />αυτός που έχει το ίδιο [[βάρος]], [[ισοβαρής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-<i>βαρής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A equally heavy, Arist.Cael.273b23.
German (Pape)
[Seite 334] ές, gleich schwer, Arist. de Coel. 1, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιοβᾰρής: -ές, ὁ ἔχων ὅμοιον βάρος, ἰσοβαρής, Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 6.
Greek Monolingual
-ές (Α ὁμοιοβαρής, -ές)
αυτός που έχει το ίδιο βάρος, ισοβαρής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο-βαρής].