πικρόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au langage amer.<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]], [[γλῶσσα]].
|btext=ος, ον :<br />au langage amer.<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]], [[γλῶσσα]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πικρόγλωσσος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που έχει πικρή [[γλώσσα]], που τα [[λόγια]] του θίγουν ή προκαλούν [[θλίψη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που προέρχεται από πικρή, σκληρή [[γλώσσα]] («πικρογλώσσους ἀράς», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]])].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρόγλωσσος Medium diacritics: πικρόγλωσσος Low diacritics: πικρόγλωσσος Capitals: ΠΙΚΡΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: pikróglōssos Transliteration B: pikroglōssos Transliteration C: pikroglossos Beta Code: pikro/glwssos

English (LSJ)

ον,

   A of sharp or bitter tongue, ἀραί A. Th.787 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 614] von, mit bitterer, beleidigender Zunge, Sprache, ἀραί, mit Bitterkeit ausgesprochen, Aesch. Spt. 769.

Greek (Liddell-Scott)

πικρόγλωσσος: -ον, ὁ μετὰ πικρίας προφερόμενος, ἀραὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 787.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au langage amer.
Étymologie: πικρός, γλῶσσα.

Greek Monolingual

-η, -ο / πικρόγλωσσος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει πικρή γλώσσα, που τα λόγια του θίγουν ή προκαλούν θλίψη
αρχ.
εκείνος που προέρχεται από πικρή, σκληρή γλώσσα («πικρογλώσσους ἀράς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα)].