νωθρεία: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
(6_9) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νωθρεία''': ἡ, [[νωθρότης]], [[δυσκινησία]], [[χαυνότης]], [[Πολυδ]]. Γ΄, 122., Θ΄, 137, Κλήμ. Ἀλ. 850, κτλ. Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. [[συχνάκις]] φέρεται νωθρία, Ἰων. -ίη, Ἱππ. 79Η, 151G. | |lstext='''νωθρεία''': ἡ, [[νωθρότης]], [[δυσκινησία]], [[χαυνότης]], [[Πολυδ]]. Γ΄, 122., Θ΄, 137, Κλήμ. Ἀλ. 850, κτλ. Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. [[συχνάκις]] φέρεται νωθρία, Ἰων. -ίη, Ἱππ. 79Η, 151G. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νωθρεία]], ἡ (ΑΜ) [[νωθρεύω]]<br />[[νωθρότητα]], οκνηρότητα. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A sluggishness, torpor, indolence, Erot. s.v. βλακεύειν, Aristid.Quint.2.3, v.l. in Poll.3.122.
Greek (Liddell-Scott)
νωθρεία: ἡ, νωθρότης, δυσκινησία, χαυνότης, Πολυδ. Γ΄, 122., Θ΄, 137, Κλήμ. Ἀλ. 850, κτλ. Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. συχνάκις φέρεται νωθρία, Ἰων. -ίη, Ἱππ. 79Η, 151G.