ξυλόφρακτος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
(6_18)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλόφρακτος''': -ον, πεφραγμένος διὰ ξύλων, ἔχων ξύλινον φραγμόν, ξ. ξέφυρα, ἡ ἐν Ρώμῃ [[γέφυρα]] pons sublicius, Διον. Ἁλ. 3. 55., 5. 24., 9. 68.
|lstext='''ξῠλόφρακτος''': -ον, πεφραγμένος διὰ ξύλων, ἔχων ξύλινον φραγμόν, ξ. ξέφυρα, ἡ ἐν Ρώμῃ [[γέφυρα]] pons sublicius, Διον. Ἁλ. 3. 55., 5. 24., 9. 68.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυλόφρακτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ξύλινο φραγμό, περιφραγμένος με [[ξύλο]] («[[ξυλόφρακτος]] [[γέφυρα]]», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φράσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ημί</i>-<i>φρακτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλόφρακτος Medium diacritics: ξυλόφρακτος Low diacritics: ξυλόφρακτος Capitals: ΞΥΛΟΦΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: xylóphraktos Transliteration B: xylophraktos Transliteration C: ksylofraktos Beta Code: culo/fraktos

English (LSJ)

ον,

   A fenced with wood, ξ. γέφυρα, = pons sublicius, D.H.3.55,5.24,9.68.

German (Pape)

[Seite 282] mit Holz eingehägt, befestigt, γέφυρα, D. Hal. 5, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλόφρακτος: -ον, πεφραγμένος διὰ ξύλων, ἔχων ξύλινον φραγμόν, ξ. ξέφυρα, ἡ ἐν Ρώμῃ γέφυρα pons sublicius, Διον. Ἁλ. 3. 55., 5. 24., 9. 68.

Greek Monolingual

ξυλόφρακτος, -ον (Α)
αυτός που έχει ξύλινο φραγμό, περιφραγμένος με ξύλοξυλόφρακτος γέφυρα», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -φρακτος (< φράσσω), πρβλ. ημί-φρακτος].