οἰάκωσις: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(6_9)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰάκωσις''': ἡ, = [[οἰάκισμα]], Ἀκύλ. ἐν Ἰώβ ΛΖ΄, 12.
|lstext='''οἰάκωσις''': ἡ, = [[οἰάκισμα]], Ἀκύλ. ἐν Ἰώβ ΛΖ΄, 12.
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰάκωσις]], ἡ (Α)<br />η [[μετακίνηση]] του πηδαλίου του σκάφους με τον χειρισμό του οίακα, [[οιάκιση]], [[οιάκισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἴαξ]], -<i>ακος</i> «[[πηδάλιο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωσις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ρυτίδ</i>-<i>ωσις</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰάκωσις Medium diacritics: οἰάκωσις Low diacritics: οιάκωσις Capitals: ΟΙΑΚΩΣΙΣ
Transliteration A: oiákōsis Transliteration B: oiakōsis Transliteration C: oiakosis Beta Code: oi)a/kwsis

English (LSJ)

[ᾱ], εως, ἡ,

   A guiding, Aq.Jb.37.12.

Greek (Liddell-Scott)

οἰάκωσις: ἡ, = οἰάκισμα, Ἀκύλ. ἐν Ἰώβ ΛΖ΄, 12.

Greek Monolingual

οἰάκωσις, ἡ (Α)
η μετακίνηση του πηδαλίου του σκάφους με τον χειρισμό του οίακα, οιάκιση, οιάκισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, -ακος «πηδάλιο» + κατάλ. -ωσις (πρβλ. ρυτίδ-ωσις)].