οἴκει: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(6_6) |
(28) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἴκει''': Ἐπίρρ. = [[οἴκοι]], Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 456. | |lstext='''οἴκει''': Ἐπίρρ. = [[οἴκοι]], Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 456. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οἴκει]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[οίκοι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[οἴκει]] έχει σχηματιστεί από το επίρρ. [[οἴκοι]] με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>οι</i> σε -<i>ει</i>, ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] λιγότερο πιθανή από αρχαία τοπική [[πτώση]] σε -<i>ει</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.,
A = οἴκοι, Men.1044.
Greek (Liddell-Scott)
οἴκει: Ἐπίρρ. = οἴκοι, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 456.
Greek Monolingual
οἴκει (Α)
επίρρ. βλ. οίκοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. οἴκει έχει σχηματιστεί από το επίρρ. οἴκοι με ανομοιωτική τροπή του -οι σε -ει, ενώ κατ' άλλη άποψη λιγότερο πιθανή από αρχαία τοπική πτώση σε -ει].