οἰκέτης: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(T21) |
(28) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=οἰκέτου, ὁ ([[οἰκέω]]), from ([[Aeschylus]] and) [[Herodotus]] [[down]], Latin domesticus, i. e. [[one]] [[who]] lives in the [[same]] [[house]] [[with]] [[another]], [[spoken]] of [[all]] [[who]] are [[under]] the [[authority]] of [[one]] and the [[same]] householder, a [[servant]], [[domestic]]; so in Sept. for עֶבֶד. See [[more]] [[fully]] on the [[word]], Meyer on Romans , the [[passage]] cited ([[where]] he remarks [[that]] [[οἰκέτης]] is a [[more]] restricted [[term]] [[than]] [[δοῦλος]], designating a [[house]]-[[servant]], [[one]] holding closer relations to the [[family]] [[than]] [[other]] slaves; cf. [[διάκονος]] at the [[end]], Schmidt, [[chapter]] 162.) | |txtha=οἰκέτου, ὁ ([[οἰκέω]]), from ([[Aeschylus]] and) [[Herodotus]] [[down]], Latin domesticus, i. e. [[one]] [[who]] lives in the [[same]] [[house]] [[with]] [[another]], [[spoken]] of [[all]] [[who]] are [[under]] the [[authority]] of [[one]] and the [[same]] householder, a [[servant]], [[domestic]]; so in Sept. for עֶבֶד. See [[more]] [[fully]] on the [[word]], Meyer on Romans , the [[passage]] cited ([[where]] he remarks [[that]] [[οἰκέτης]] is a [[more]] restricted [[term]] [[than]] [[δοῦλος]], designating a [[house]]-[[servant]], [[one]] holding closer relations to the [[family]] [[than]] [[other]] slaves; cf. [[διάκονος]] at the [[end]], Schmidt, [[chapter]] 162.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οἰκέτης]], ὁ, θηλ. [[οἰκέτις]] και οἰκέτισσα (ΑΜ, Α και [[οἰκότης]])<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> ο [[άγιος]] ως [[υπηρέτης]] της εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δούλος]] που έμενε και υπηρετούσε στο [[σπίτι]] στο οποίο [[συχνά]] είχε γεννηθεί και ανατραφεί<br /><b>2.</b> (ποιητ. και ως επίθ.) [[σπιτικός]] («ἐν θεοῡ μελάθροις εἶχον οἰκέτην βίον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ οἰκέται</i>- το υπηρετικό προσωπικό<br /><b>5.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ [[οἰκέτις]] και <i>οἰκέτισσα</i><br />η [[κυρία]] του οίκου, η [[οικοδέσποινα]] («ὦ [[χαρίεσσα]] [[κόρα]], τὸ μὲν [[οἰκέτις]] ἤδη», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[έτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>αγρ</i>-[[έτης]], <i>φυλ</i>-[[έτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ
A, (οἶκος) household slave, A.Ch.737, Hdt.6.137, 7.170, Antipho 1.30, Th.2.4 ; δημόσιος οἰ. τῆς πόλεως Aeschin.1.54. 2 οἱ οἰκέται also, = οἰκετεία, household, A.Ag.732 (lyr.), Hdt.8.4, 106,142, S.Tr.908, X.Cyr.4.2.2 : hence opp. δοῦλοι, Pl.Lg.763a, 777a, 853e ; διαφέρειν φησὶ Χρύσιππος δοῦλον οἰκέτου, διὰ τὸ τοὺς ἀπελευθέρους μὲν δούλους ἔτι εἶναι, οἰκέτας δὲ τοὺς μὴ τῆς κτήσεως ἀφειμένους Stoic.3.86 : but freq. synon. with δοῦλος, Arist.Pol.1252b12, al., PLille 29.2 (iii B. C.), IG5(1).1390.77 (Andania, i B. C.) ; δοῦλος μεῖζον οἰκέτου φρονῶν Men. 796. II as epith. of Apollo, ἱερέως . . Καρνείου Βοικέτα [Β = ϝ] IG5(1).497, cf. 589,608 (Sparta). (Cf. οἰκότης.)
German (Pape)
[Seite 299] ὁ, der Hausbewohner, Hausgenosse; Aesch. Ag. 715 Ch. 726; εἴ του φίλων βλέψειεν οἰκετῶν δέμας, Soph. Trach. 904; Her. 8, 106, wo er nachher dafür τὰ τέκνα καὶ τὴν γυναῖκα setzt, vgl. 144, wie Xen. Cyr. 4, 2, 2 u. Schol. Plat. Rep. V, 246. – Gew. Diener, Haussklave, Soph. O. R. 1114 O. C. 335; εἶχον οἰκέτην βίον, Eur. Ion 1373; so Ar. Nubb. 5 u. öfter; so Her. 6, 137. 7, 170; γυναῖκες καὶ οἰκέται, Thuc. 2, 4; Plat. oft, Legg. VIII, 848 a ἓν μὲν μέρος τοῖς ἐλευθέροις, ἓν δὲ τοῖς το ύτων οἰκέταις, vgl. Theaet. 172 d; auch vrbdt er οἰκέτας τε καὶ δούλους, Legg. VI, 763 a; Xen. u. Folgde; Pol. setzt ἐξ ἀνάγκης hinzu, 39, 2, 4. Vgl. noch Ath. VI, 267 b u. Thom. Mag. v. δοὖλος.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκέτης: -ου, ὁ, (οἰκέω) δοῦλος τῆς οἰκίας, ὑπηρέτης, Ἡρόδ. 6. 137., 7. 170, Αἰσχύλ. Χο. 737, Ἀντιφῶν 114. 33, Θουκ. 2. 4˙ οἰκ. δημόσιος τῆς πόλεως Αἰσχίν. 8.27˙ - ἀλλὰ παρ’ Ἡροδ. οἱ οἰκέται, Λατ. familia, ἡ οἰκογένεια, αἱ ἐν τῇ οἰκίᾳ γυναῖκες καὶ τὰ τέκνα, 8. 4, 106, 142˙ οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. Τρ. 908, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 2˙ ἐντεῦθεν ἀντίθετον τῷ δοῦλοι, Πλάτ. Νόμ. 763Α, 777Α, 853Ε˙ δοῦλος μεῖζον οἰκέτου φρονῶν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 255˙ διαφέρειν φησὶ ... δοῦλον οἰκέτου, διὰ τὸ τοὺς ἀπελευθέρους μὲν δούλους ἔτι εἶναι, οἰκέτας δὲ τοὺς μὴ τῆς κτήσεως ἀφειμένους Ἀθήν. 267Β, πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. 644˙ ἀλλὰ συχν. συνών. τῷ δοῦλος, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 2, 5, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui fait partie de la famille : οἱ οἰκέται, les membres de la famille, càd la femme et les enfants;
2 domestique, serviteur : οἱ οἰκέται, gens d’une maison, domestiques.
Étymologie: οἰκέω.
English (Strong)
from οἰκέω; a fellow resident, i.e. menial domestic: (household) servant.
English (Thayer)
οἰκέτου, ὁ (οἰκέω), from (Aeschylus and) Herodotus down, Latin domesticus, i. e. one who lives in the same house with another, spoken of all who are under the authority of one and the same householder, a servant, domestic; so in Sept. for עֶבֶד. See more fully on the word, Meyer on Romans , the passage cited (where he remarks that οἰκέτης is a more restricted term than δοῦλος, designating a house-servant, one holding closer relations to the family than other slaves; cf. διάκονος at the end, Schmidt, chapter 162.)
Greek Monolingual
οἰκέτης, ὁ, θηλ. οἰκέτις και οἰκέτισσα (ΑΜ, Α και οἰκότης)
μσν.
μτφ. ο άγιος ως υπηρέτης της εκκλησίας
αρχ.
1. δούλος που έμενε και υπηρετούσε στο σπίτι στο οποίο συχνά είχε γεννηθεί και ανατραφεί
2. (ποιητ. και ως επίθ.) σπιτικός («ἐν θεοῡ μελάθροις εἶχον οἰκέτην βίον», Ευρ.)
3. προσωνυμία του Απόλλωνος
4. στον πληθ. οἱ οἰκέται- το υπηρετικό προσωπικό
5. το θηλ. ἡ οἰκέτις και οἰκέτισσα
η κυρία του οίκου, η οικοδέσποινα («ὦ χαρίεσσα κόρα, τὸ μὲν οἰκέτις ἤδη», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + κατάλ. -έτης (πρβλ. αγρ-έτης, φυλ-έτης)].