οἰκείω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(28)
(28)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκείω]] (Α)<br />(επικ.τ.) <b>βλ.</b> [[οικώ]].
|mltxt=[[οἰκείω]] (Α)<br />(επικ.τ.) <b>βλ.</b> [[οικώ]].
}}
{{grml
|mltxt=οἰκειῶ, -όω (ΑΜ, Α ιων. τ. οἰκηϊόω) [[οικείος]]<br /><b>1.</b> [[συνάπτω]], [[προσαρμόζω]], [[κάνω]] [[κάτι]] κατάλληλο για κάποιον («[[τριμμάτιον]] ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπόν», Σωτ. Κωμ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>οἰκειοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[κάνω]] δικό μου κάποιον ή [[κάτι]] που ανήκει σε άλλον, [[θεωρώ]] ότι ανήκει σε μένα, [[οικειοποιούμαι]], σφετερίζομαι («τὴν γὰρ Ἀσίην καὶ τὰ ἐνοικέοντα ἔθνεα βάρβαρα οἰκηϊεῡνται οἱ Πέρσαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) συμφιλιώνομαι («οἰκειοῡσθαι ἕνα πρὸς ἕνα», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> [[καθιστώ]] κάποιον οικείο σε μένα, τον [[κάνω]] φίλο μου<br /><b>4.</b> (παθ) α) συνάπτομαι, ενώνομαι, [[συνδέομαι]] ισχυρά με [[κάτι]] («τὰς ἁρμονίας ἀναγκάζουσιν οἰκειοῡσθαι ταῑς ψυχαῑς τῶν παίδων», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[γίνομαι]] [[φίλος]]<br />γ) [[αποκτώ]] τη [[φιλία]], την [[εύνοια]] κάποιου («οἰκειοῡσθαι δῆμον λόγῳ», Διον. Αλ.)<br />δ) εξοικειώνομαι με [[κάτι]]<br />ε) (στη στωική [[φιλοσοφία]]) [[είμαι]] [[προσφιλής]], [[αγαπητός]] από τη [[φύση]] μου<br />στ) (για πλανήτη) βρίσκομαι σε έναν συγκεκριμένο [[ουράνιο]] [[τόπο]].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκείω Medium diacritics: οἰκείω Low diacritics: οικείω Capitals: ΟΙΚΕΙΩ
Transliteration A: oikeíō Transliteration B: oikeiō Transliteration C: oikeio Beta Code: oi)kei/w

English (LSJ)

Ep. for οἰκέω (q. v.).

German (Pape)

[Seite 299] poet. = οἰκέω, Hes. Th. 330.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκείω: Ἐπικ. ἀντὶ οἰκέω, Ἡσ. Θ. 330.

French (Bailly abrégé)

poét. c. οἰκέω.

Greek Monolingual

οἰκείω (Α)
(επικ.τ.) βλ. οικώ.

Greek Monolingual

οἰκειῶ, -όω (ΑΜ, Α ιων. τ. οἰκηϊόω) οικείος
1. συνάπτω, προσαρμόζω, κάνω κάτι κατάλληλο για κάποιον («τριμμάτιον ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπόν», Σωτ. Κωμ.)
2. μέσ. οἰκειοῡμαι, -όομαι
α) κάνω δικό μου κάποιον ή κάτι που ανήκει σε άλλον, θεωρώ ότι ανήκει σε μένα, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι («τὴν γὰρ Ἀσίην καὶ τὰ ἐνοικέοντα ἔθνεα βάρβαρα οἰκηϊεῡνται οἱ Πέρσαι», Ηρόδ.)
β) συμφιλιώνομαι («οἰκειοῡσθαι ἕνα πρὸς ἕνα», Φιλόδ.)
3. καθιστώ κάποιον οικείο σε μένα, τον κάνω φίλο μου
4. (παθ) α) συνάπτομαι, ενώνομαι, συνδέομαι ισχυρά με κάτι («τὰς ἁρμονίας ἀναγκάζουσιν οἰκειοῡσθαι ταῑς ψυχαῑς τῶν παίδων», Πλάτ.)
β) γίνομαι φίλος
γ) αποκτώ τη φιλία, την εύνοια κάποιου («οἰκειοῡσθαι δῆμον λόγῳ», Διον. Αλ.)
δ) εξοικειώνομαι με κάτι
ε) (στη στωική φιλοσοφία) είμαι προσφιλής, αγαπητός από τη φύση μου
στ) (για πλανήτη) βρίσκομαι σε έναν συγκεκριμένο ουράνιο τόπο.