οιωνοσκόπος: Difference between revisions
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
(28) |
(No difference)
|
Revision as of 12:07, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο (ΑΜ οἰωνοσκόπος)
μάντης ο οποίος προφητεύει το μέλλον με την παρατήρηση και τη μελέτη τών οιωνών, αλλ. οιωνόμαντις, οιωνοπόλος ή οιωνιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ορνιθο-σκόπος].