οἰστροδίνητος: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />saisi d’un transport vertigineux.<br />'''Étymologie:''' [[οἶστρος]], [[δινέω]].
|btext=ος, ον :<br />saisi d’un transport vertigineux.<br />'''Étymologie:''' [[οἶστρος]], [[δινέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰστροδίνητος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που στριφογυρίζει με [[μανία]] εξαιτίας τσιμπήματος από οίστρο<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κυριευθεί από σφοδρό [[πάθος]] («πῶς δι' οὐ [[κλύω]] τῆς οἰστροδινήτου κόρης», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶστρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δινῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιππο</i>-<i>δίνητος</i>, <i>σφονδυλο</i>-<i>δίνητος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰστροδίνητος Medium diacritics: οἰστροδίνητος Low diacritics: οιστροδίνητος Capitals: ΟΙΣΤΡΟΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: oistrodínētos Transliteration B: oistrodinētos Transliteration C: oistrodinitos Beta Code: oi)strodi/nhtos

English (LSJ)

[δῑ], ον,

   A driven round and round by the gadfly, A.Pr.589.

Greek (Liddell-Scott)

οἰστροδίνητος: [ῑ], -ον, ὁ ἕνεκα τοῦ κεντήματος τοῦ οἴστρου, δινούμενος, περιστρεφόμενος μανιωδῶς, Αισχύλ. Πρ. 589· ― οὕτως, οἰστρδόνητος, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 572, Ἀριστοφ. Θεσμ. 324· καὶ οἰστρόδονος, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 17. Πρβλ. οἰστρήλατος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
saisi d’un transport vertigineux.
Étymologie: οἶστρος, δινέω.

Greek Monolingual

οἰστροδίνητος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που στριφογυρίζει με μανία εξαιτίας τσιμπήματος από οίστρο
2. αυτός που έχει κυριευθεί από σφοδρό πάθος («πῶς δι' οὐ κλύω τῆς οἰστροδινήτου κόρης», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. ιππο-δίνητος, σφονδυλο-δίνητος].