ολισθαίνω: Difference between revisions
σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy
(28) |
(No difference)
|
Revision as of 12:08, 29 September 2017
Greek Monolingual
(ΑΜ ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω)
1. μετακινούμαι ακούσια σε κατωφέρεια ή σε λεία επιφάνεια, κυλίομαι, γλιστρώ («ἔνθ' Αἴας μὲν ὄλισθε θέων», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. πέφτω σε ηθικό παράπτωμα ή σε σφάλμα
αρχ.
1. παρασύρομαι σε χαμηλότερο σημείο ή καταπίπτω («ὀλισθάνει τῆς χειρὸς ὁ σίδηρος», Αριστοτ.)
2. (για οστό) εξαρθρώνομαι
3. (μτβ.) εξαρθρώνω, στραμπουλώ («ὠλισθήκει τὸν γλουτόν», Φιλόστρ.)
4. μτφ. περιπίπτω σε μία κατάσταση («νοῡσον ὅτ' εἰς ὑπάτην ὠλίσθανε», Ανθ. Παλ.)
5. έχω την ικανότητα να ρέω με ευκολία («ὅτι δὲ ὀλισθάνει μάλιστα ἐν τῷ λάβδα ἡ γλῶττα κατιδών», Πλάτ.)
6. κάνω κάτι να γλιστρήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. ὀλισθάνω έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από τον αόρ. ὤλισθον, που θεωρείται ο αρχαιότερος τ. του συστήματος (πρβλ. ἥμαρτον> ἁμαρτάνω), με παρέκταση -σθ- (< -dhdh-) και με ενεστ. επίθημα -αν- (πρβλ. αΐω (Ι)— αίσθομαι —αισθάνομαι). Ο ενεστ. τ. ὀλισθαίνω είναι μεταγενέστερος. Το ρ. ὀλισθάνω, το αρκτικό ὀ- του οποίου είναι πιθ. προθεματικό, μπορεί να συνδεθεί με τ. της Γερμανικής και της Βαλτικής που ανάγονται σε ΙΕ ρίζα slei-dh- «ολισθηρός, γλιστρώ»: αγγλοσαξ. slīdan, αγγλ. slide, μσν. άνω γερμ. slīten, λιθουαν. slysti, αρχ. σλαβ. slědŭ «ίχνος». Πιθανή επίσης θεωρείται και η σύνδεση του ρήματος με αρχ. ινδ. sredhati «σκοντάφτω, παραπατώ». Το θ., τέλος, του ὀλισθάνω, συνδέεται με το θ. ὀλι-β- του ὀλιβρός].