ὁπλομάχος: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(Bailly1_4) |
(29) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui combat avec des armes pesantes ; <i>subst.</i> ὁ [[ὁπλομάχος]] hoplomaque : maître d’armes, instructeur, dans un gymnase.<br />'''Étymologie:''' [[ὅπλον]], [[μάχομαι]]. | |btext=ος, ον :<br />qui combat avec des armes pesantes ; <i>subst.</i> ὁ [[ὁπλομάχος]] hoplomaque : maître d’armes, instructeur, dans un gymnase.<br />'''Étymologie:''' [[ὅπλον]], [[μάχομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ὁπλομάχος]], -ον)<br />[[οπλομάχος]]<br />αυτός που διδάσκει τη [[χρήση]] όπλων γενικά, την [[οπλομαχία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον δάσκαλο της ξιφασκίας<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο ασκημένος στη [[χρήση]] τών αγχέμαχων [[ιδίως]] όπλων ή αυτός που μάχεται με αγχέμαχα όπλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολεμιστής]]<br /><b>2.</b> αυτός που μάχεται με [[βαρέα]] όπλα<br /><b>3.</b> (για μάρτυρα) αυτός που μαρτύρησε για την [[πίστη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅπλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>θηριο</i>-<i>μάχος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A fighting in heavy arms, X.Lac.11.8, Plb.2.65.11, LXXIs.13.5 ; -χοι ἄνδρες Alciphr. 1.11. II Subst. ὁ., ὁ, one who teaches the use of arms, drillsergeant, opp.amere fencing-master, Thphr.Char.5.10, Teles p.50 H., PCair.Zen.298 (iii B. C.), SIG697 E11 (Delph., ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 360] mit schweren Waffen kämpfend, Xen. Lac. 11, 8; auch der Fechtmeister, der mit eigentlichen Waffen, nicht mit hölzernen Stäben u. dgl. zu kämpfen lehrt, im Ggstz des σκιαμαχεῖν, vgl. Ath. IV, 154; Pol. 2, 65, 11; zwischen παιδοτρίβης u. γυμνασίαρχος genannt, Teles bei Stob. fl. 98, 72.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλομάχος: [ᾰ], -ον, ὁ μαχόμενος διὰ βαρέων ὅπλων Ξεν. Λακ. 11, 8, Πολύβ. 2. 65, 11. ΙΙ. ὁπλομάχος, ὁ, παιδευτὴν τῶν πολεμικῶν, ὁ διδάσκων τὴν χρῆσιν τῶν ὅπλων, ὁ γυμνάζων εἰς τὴν χρῆσιν τῶν πραγματικῶν ὅπλων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἀσκοῦντα ἁπλῶς εἰς τὴν διὰ ψευδῶν ὅπλων μάχην, Θεοφρ. Χαρακτ. 5, Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 21. ― Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΕ΄, σ. 429.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui combat avec des armes pesantes ; subst. ὁ ὁπλομάχος hoplomaque : maître d’armes, instructeur, dans un gymnase.
Étymologie: ὅπλον, μάχομαι.
Greek Monolingual
ο (Α ὁπλομάχος, -ον)
οπλομάχος
αυτός που διδάσκει τη χρήση όπλων γενικά, την οπλομαχία, σε αντιδιαστολή προς τον δάσκαλο της ξιφασκίας
νεοελλ.
ο ασκημένος στη χρήση τών αγχέμαχων ιδίως όπλων ή αυτός που μάχεται με αγχέμαχα όπλα
αρχ.
1. πολεμιστής
2. αυτός που μάχεται με βαρέα όπλα
3. (για μάρτυρα) αυτός που μαρτύρησε για την πίστη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. θηριο-μάχος].