οὐλαμηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source
(6_18)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐλᾰμηφόρος''': -ον, ὁ φέρων οὐλαμὸν ἢ στρατόν, [[πολεμικός]], πεύκῃσιν οὐλαμηφόροις «ταῖς ὀλεθρίαις, ἢ ταῖς οὐλαμὸν καὶ πόλεμον φερούσαις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 32.
|lstext='''οὐλᾰμηφόρος''': -ον, ὁ φέρων οὐλαμὸν ἢ στρατόν, [[πολεμικός]], πεύκῃσιν οὐλαμηφόροις «ταῖς ὀλεθρίαις, ἢ ταῖς οὐλαμὸν καὶ πόλεμον φερούσαις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 32.
}}
{{grml
|mltxt=[[οὐλαμηφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που μεταφέρει ουλαμό, δηλ. στρατό, [[πολεμικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐλαμός]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐλᾰμηφόρος Medium diacritics: οὐλαμηφόρος Low diacritics: ουλαμηφόρος Capitals: ΟΥΛΑΜΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: oulamēphóros Transliteration B: oulamēphoros Transliteration C: oulamiforos Beta Code: ou)lamhfo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bringing an army, warlike, πεῦκαι Lyc.32.

German (Pape)

[Seite 412] ein Kriegsheer bringend, führend, Lycophr. 32.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλᾰμηφόρος: -ον, ὁ φέρων οὐλαμὸν ἢ στρατόν, πολεμικός, πεύκῃσιν οὐλαμηφόροις «ταῖς ὀλεθρίαις, ἢ ταῖς οὐλαμὸν καὶ πόλεμον φερούσαις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 32.

Greek Monolingual

οὐλαμηφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει ουλαμό, δηλ. στρατό, πολεμικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαμός + συνδετικό φωνήεν -η- + -φόρος].