ὀχθώδης: Difference between revisions
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
(6_7) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀχθώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς λόφον ἢ [[ὕψωμα]], [[πλήρης]] λόφων, χωρία Διον. Ἁλ. 6. 33· - [[ἀπότομος]], [[ἀπόκρημνος]], ἀπορρώξ, Διοσκ. 1. 156. ΙΙ. [[ὅμοιος]] πρὸς [[ἐξάνθημα]] ἢ [[οἴδημα]], Γαλην., κλ. | |lstext='''ὀχθώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς λόφον ἢ [[ὕψωμα]], [[πλήρης]] λόφων, χωρία Διον. Ἁλ. 6. 33· - [[ἀπότομος]], [[ἀπόκρημνος]], ἀπορρώξ, Διοσκ. 1. 156. ΙΙ. [[ὅμοιος]] πρὸς [[ἐξάνθημα]] ἢ [[οἴδημα]], Γαλην., κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀχθώδης]], -ῶδες (Α) [[όχθος]]<br /><b>1.</b> ο όμοιος με λόφο ἡ ο [[πλήρης]] λόφων<br /><b>2.</b> [[απόκρημνος]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[προεξοχή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A mound-like, hilly, χωρία D.H.6.33; τόποι Onos. 18. II tuberous, ἐπίφυσις Dsc.1.112, cf. Ruf. ap. Orib.8.24.30, Gal.19.132 (s.v. μυρτίδανον and s.v. πομφοί) ; τὸ τοῦ δέρματος ὀ. tubercular leprosy, Id.12.313; ὀ. ἐπαυξήσεις σαρκῶν Hierocl.p.35 A.
German (Pape)
[Seite 430] ες, wie ein Erdhügel erhoben, hügelig, D. Hal. 6, 33; mit einem Rande, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχθώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς λόφον ἢ ὕψωμα, πλήρης λόφων, χωρία Διον. Ἁλ. 6. 33· - ἀπότομος, ἀπόκρημνος, ἀπορρώξ, Διοσκ. 1. 156. ΙΙ. ὅμοιος πρὸς ἐξάνθημα ἢ οἴδημα, Γαλην., κλ.
Greek Monolingual
ὀχθώδης, -ῶδες (Α) όχθος
1. ο όμοιος με λόφο ἡ ο πλήρης λόφων
2. απόκρημνος
3. αυτός που έχει προεξοχή.