πάμμεγας: Difference between revisions
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
(6_4) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάμμεγᾰς''': άλη, α, παραπολὺ [[μέγας]], [[πελώριος]], [[ὑπερμεγέθης]], Πλάτ. Φαῖδρ. 273Α, Τίμ. 26Ε, κλ.· - ὑπερθ. παμμέγιστος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 10. 2, πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 516. | |lstext='''πάμμεγᾰς''': άλη, α, παραπολὺ [[μέγας]], [[πελώριος]], [[ὑπερμεγέθης]], Πλάτ. Φαῖδρ. 273Α, Τίμ. 26Ε, κλ.· - ὑπερθ. παμμέγιστος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 10. 2, πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 516. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[πάμμεγας]], -άλη, -α (Α)<br />ο [[πάρα]] πολύ [[μεγάλος]], [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέγας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
άλη, α,
A very great, immense, Pl.Phdr.273a, Ti.26e, etc.: Sup. παμμέγιστος Ael.VH10.2.
German (Pape)
[Seite 453] -μεγάλη, -μεγα, sehr groß; δοκεῖ τοῦτο πάμμεγα εἶναι, Plat. Phaedr. 273 a; Tim. 26 e; Sp., wie Luc Icarom. 15. Dazu unregelmäßiger superl. παμμέγιστος, Ael. V. H. 10, 2 u. a. Sp., vgl. Lob. Phryn. 516.
Greek (Liddell-Scott)
πάμμεγᾰς: άλη, α, παραπολὺ μέγας, πελώριος, ὑπερμεγέθης, Πλάτ. Φαῖδρ. 273Α, Τίμ. 26Ε, κλ.· - ὑπερθ. παμμέγιστος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 10. 2, πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 516.
Greek Monolingual
πάμμεγας, -άλη, -α (Α)
ο πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης, πελώριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + μέγας.