πανταχοῦ: Difference between revisions
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
(strοng) |
(30) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=genitive [[case]] (as adverb of [[place]]) of a presumed derivative of [[πᾶς]]; [[universally]]: in [[all]] places, [[everywhere]]. | |strgr=genitive [[case]] (as adverb of [[place]]) of a presumed derivative of [[πᾶς]]; [[universally]]: in [[all]] places, [[everywhere]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> σε όλα τα μέρη, [[παντού]] (α. «[[πανταχού]] [[παρών]]» β. «διήρχοντο... θεραπεύοντες πανταχοῡ», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] [[κάθε]] [[κατεύθυνση]] («σκοποῡμαι δ' [[ὄμμα]] πανταχοῡ στρέφων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς («τὸν δὲ πανταχοῡ ἀκήρατον ἐκβαίνοντα», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πᾶς</i>, <i>παντός</i> <span style="color: red;">+</span> ουρανικό [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ -<i>οῦ</i> (<b>πρβλ.</b> [[ολιγαχού]]), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. <i>πανταχός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A everywhere, Hdt.3.117 (nisi leg. πενταχοῦ), Th.4.108, etc.; οἱ φρονοῦντες εὖ κρατοῦσι π. S.Aj.1252; οὐδαμοῦ καὶ π. E. IT568; ἄλλοθι π. Pl.Chrm.160a: c. gen., π. τῆς γῆς (v.l. πολλαχοῦ) Id.Phd.111a: later with Verbs of Motion, ἐξῆλθε ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ π. Ev.Marc.1.28: in early writers πανταχοῖ should be restd., as E.IT68, Ar.Lys.1230. II altogether, absolutely, Pl.R.503a; οὐ π. ᾔσθησαι not at all, Id.Prm.128b.
German (Pape)
[Seite 463] überall, an allen Orten; κοὐδαμοῦ καὶ πανταχοῦ, Eur. I. T. 568; Soph. Ai. 1252; ἄλλοθι πανταχοῦ, Plat. Charm. 160 c, öfter, u. Folgende; auch cum gen., πανταχοῦ γῆς, Plat. Phaed. 111 a.
Greek (Liddell-Scott)
παντᾰχοῦ: Ἐπίρρ. ὡς καὶ νῦν, ἐν παντὶ τόπῳ, κοινῶς «παντοῦ», Λατ. ubique, ubivis, Ἡρόδ. 3. 117 (διάφ. γραφ. πανταχῆ) καὶ Ἀττ.· οἱ φρονοῦντες εὖ κρατοῦσι π. Σοφ. Αἴ. 1252· οὐδαμοῦ καὶ π. Εὐρ. Ι. Τ. 568· ἐν τοῖς λόγοις π. Θουκ. 4. 108· ἄλλοθι π. Πλάτ. Χαρμ. 160Α· - μετὰ γεν., π. τῆς γῆς (κοινῶς πολλαχοῦ) ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 111Α· - μετὰ ῥημάτων κινήσεως διορθωτέον πανταχοῖ, (ἴδε ἐν λ. οὐδαμοῖ), Εὐρ. Ι. Τ. 68, Ἀριστοφ. Λυσ. 1230. ΙΙ. ὅλως, ἀείποτε, ὁλοσχερῶς, Πλάτ. Πολ. 503Α· οὐ π., οὐδαμῶς, ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 128Β.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 partout, en tous lieux avec ou sans mouv. ; avec le gén. : πανταχοῦ τῆς γῆς PLAT sur tous les points de la terre;
2 absolument.
Étymologie: πᾶς, -αχοῦ.
English (Strong)
genitive case (as adverb of place) of a presumed derivative of πᾶς; universally: in all places, everywhere.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. σε όλα τα μέρη, παντού (α. «πανταχού παρών» β. «διήρχοντο... θεραπεύοντες πανταχοῡ», ΚΔ)
αρχ.
1. προς κάθε κατεύθυνση («σκοποῡμαι δ' ὄμμα πανταχοῡ στρέφων», Ευρ.)
2. εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς («τὸν δὲ πανταχοῡ ἀκήρατον ἐκβαίνοντα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ -οῦ (πρβλ. ολιγαχού), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πανταχός].