παρακούω: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(T21)
(31)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist παρήκουσα;<br /><b class="num">1.</b> to [[hear]] [[aside]] i. e. [[casually]] or [[carelessly]] or [[amiss]] ([[see]] [[παρά]], IV:2) ([[often]] so in classical Greek; on the [[frequent]] [[use]] of [[this]] [[verb]] by [[Philo]] [[see]] Siegfried, [[Philo]] [[van]] Alex. as [[above]] [[with]] (1875), p. 106).<br /><b class="num">2.</b> to be [[unwilling]] to [[hear]], i. e. on [[hearing]] to [[neglect]], to [[pay]] no [[heed]] to ([[with]] a genitive of the [[person]], [[Polybius]] 2,8, 3; 3,15, 2); [[contrary]] to Greek [[usage]] ([[but]] cf. [[Plutarch]], Philop. § 16,1 καί [[παριδεῖν]] τί καί παρακουσαι [[τῶν]] ἁμαρτανομενων, de curios. § 14 [[πείρω]] καί [[τῶν]] ἰδίων ἐνια παρακουσαι [[πότε]] καί [[παριδεῖν]], [[with]] an accusative, [[τόν]] λόγον, T WH Tr [[text]] (others, 'overhearing the [[word]] as it [[was]] [[being]] [[spoken]]'; cf. Buttmann, 302 (259)); to [[refuse]] to [[hear]], [[pay]] no [[regard]] to, [[disobey]]: τίνος, [[what]] [[one]] says, τά [[ὑπό]] [[τοῦ]] βασιλέως λεγόμενα, Esther 3:3).
|txtha=1st aorist παρήκουσα;<br /><b class="num">1.</b> to [[hear]] [[aside]] i. e. [[casually]] or [[carelessly]] or [[amiss]] ([[see]] [[παρά]], IV:2) ([[often]] so in classical Greek; on the [[frequent]] [[use]] of [[this]] [[verb]] by [[Philo]] [[see]] Siegfried, [[Philo]] [[van]] Alex. as [[above]] [[with]] (1875), p. 106).<br /><b class="num">2.</b> to be [[unwilling]] to [[hear]], i. e. on [[hearing]] to [[neglect]], to [[pay]] no [[heed]] to ([[with]] a genitive of the [[person]], [[Polybius]] 2,8, 3; 3,15, 2); [[contrary]] to Greek [[usage]] ([[but]] cf. [[Plutarch]], Philop. § 16,1 καί [[παριδεῖν]] τί καί παρακουσαι [[τῶν]] ἁμαρτανομενων, de curios. § 14 [[πείρω]] καί [[τῶν]] ἰδίων ἐνια παρακουσαι [[πότε]] καί [[παριδεῖν]], [[with]] an accusative, [[τόν]] λόγον, T WH Tr [[text]] (others, 'overhearing the [[word]] as it [[was]] [[being]] [[spoken]]'; cf. Buttmann, 302 (259)); to [[refuse]] to [[hear]], [[pay]] no [[regard]] to, [[disobey]]: τίνος, [[what]] [[one]] says, τά [[ὑπό]] [[τοῦ]] βασιλέως λεγόμενα, Esther 3:3).
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[ακούω]] [[άλλο]] [[αντί]] άλλου, [[ακούω]] [[κάτι]] διαφορετικά από ό,τι λέγεται, [[ακούω]] [[κάτι]] εσφαλμένα («παρορῶσί τε καὶ παρακούουσι καὶ παρανοοῡσι πλεῑστα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] [[πλημμελώς]], [[παρανοώ]]<br /><b>3.</b> [[επιδεικνύω]] [[απείθεια]], [[ανυπακοή]] σχετικά με [[εντολή]] που μού δόθηκε, [[απειθώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πληροφορούμαι [[κάτι]] τυχαία, από φήμες<br /><b>2.</b> [[μόλις]] [[ακούω]] κάποιον να λέει [[κάτι]], [[μόλις]] παίρνουν τ' αφτιά μου [[κάτι]] («παρακούσας τοῡ δεσπότου προδραμών... ἀπέρχεται», Λουκ.)<br /><b>3.</b> [[ακούω]] [[χωρίς]] να [[προσέχω]], αδιάφορα<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[αδιαφορώ]] για [[κάτι]] («παρακούειν τῶν γραφομένων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[προσποιούμαι]] ότι δεν [[ακούω]], [[κωφεύω]]<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>παρακούομαι</i><br />περιφρονούμαι, δεν εισακούομαι.
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰκούω Medium diacritics: παρακούω Low diacritics: παρακούω Capitals: ΠΑΡΑΚΟΥΩ
Transliteration A: parakoúō Transliteration B: parakouō Transliteration C: parakoyo Beta Code: parakou/w

English (LSJ)

   A hear beside, esp. hear accidentally, hear talk of, Δημοκήδεος τὴν τέχνην Hdt.3.129 ; ἀξίων λόγου πραγμάτων Pl.Ep.339e ; παρακήκοα νῦν ὅτι τίκτει AP 5.74 (Rufin.).    II eavesdrop, overhear from, δεσποτῶν ἅττ' ἂν λαλῶσι Ar.Ra.750 ; τι παρά τινος Pl. Euthd.300d ; π. τινός overhear him, Luc.Merc.Cond.37 ; π. τὸν λόγον Ev.Marc.5.36.    III hear imperfectly or wrongly, misunderstand, ἀκούειν τι τοῦ λόγου, παρακούειν δέ Arist.EN1149a26, cf. Pl.Prt.330e, Tht.195a, Phld.Mus.p.102 K., Ceb.3, Luc.Anach.31; ἑκουσίως π. D.S.30.8.    IV hear carelessly, take no heed of, τῆς παραγγειλάσης φύσεως Epicur.Fr.200; τῶν γραφομένων Plb.24.9.1, cf. Luc.Salt.6, etc.; τῶν ἐντολῶν LXX To.3.4 ; τῶν λεγομένων Plb.7.12.9 (but τὰ λεγόμενα LXX Es.3.3).    2 c. gen. pers., PHib.1.170 (iii B.C.), Plb.2.8.3,3.15.2, Ev.Matt.18.17:—Pass., to be disregarded, Plb.5.35.5; περί τινος Id.30.20.2, prob. cj. in 23.3.3.    3 disobey, τοῦ θεοῦ J.AJ1.10.4 : abs., LXX Is.65.12, J.AJ1.1.4, Luc.Sat.10:—Pass., J.AJ6.7.4.    4 pretend not to hear, Plu.Phil.16, Luc Jud.Voc.2.

German (Pape)

[Seite 485] (s. ἀκούω,) dabei oder daneben hören, τινός, Sp.; ein wenig, unvollständig hören, unvollständig erfahren, τέχνην, Her. 3, 129; – heimlich hören, aushorchen, καὶ παρακούων δεσποτῶν ἅττ' ἂν λαλῶσι, Ar. Ran. 749; παρ' αὐτῶν ταῦτα παρακηκόει, Plat. Euthyd. 300 d; τῶν λόγων, Ael. V. H. 5, 9; Luc. de merc. cond. 37 u. a. Sp. – Auch verhören, falsch hören, neben παρορᾶν u. παρανοεῖν, Plat. Theaet. 195 a; im Ggstz von ὀρθῶς ἀκούειν, Prot. 330 e; Arist. u. Folgde, falsch verstehen, οἱ παρακούσαντες αὐτοῦ τῶν λόγων καὶ μὴ συνέντες, Ath. XIII, 565 d; vgl. noch Pol. εὐήθως καὶ παραλόγως ἀεὶ τοῦ Κλεομένους παρήκουε, 3, 35, 6, schlecht hören; daher im Ggstz von προσέχειν, Ceb. tabul. 3; – auch = nicht hören wollen, πλεονάκις αὐτῶν παρακηκοότες τότε πρεσβευτὰς ἀπέστειλαν, Pol. 3, 15, 2; παρακουστέον neben ἀφροντιστέω, Muson. in Stob. Floril. 79, 51; ungehorsam sein, im Ggstz von πειθαρχέω, τινός, Pol. 26, 2, 1; τοῦ ἐπιτάγματος, Luc. Caucas. 2. – Auch pass. παρακουόμενος, nicht gehört, unerhört, Pol. 5, 35, 5; περί τινος, 30, 18, 2.

Greek (Liddell-Scott)

παρακούω: μέλλ. -ακούσομαι˙ - ἀκούω κατά τύχην, «ἀ­κού­ω νά γίνηται λόγος», Δημοκήδεος την τέχνην Ἡρόδ. 3. 129 ἀξίων λόγου πραγμάτων Πλάτ. Ἐπιστ. 339 Ε˙ παρακήκοα νῦν ὅτι τίκτει Ἀνθ. Π. 5. 75. ΙΙ. ἀκούω ἐπακροώμενος λάθρα, παρα­κούων δεσποτῶν ἅττ’ ἅν λαλῶσι; Ἀριστοφ. Βάτρ. 750˙ τι παρά τινος Πλάτ. Εὐθύδ. 300D˙ παρακούσας τοῦ δεσπότου Λουκ. ἐπί Μισθ. Συνόντ. 37. ΙΙΙ. ἀκούω ἀτελῶς ἢ ἐσφαλμένως, παρανοῶ, ἀκούειν τι, παρακούειν δέ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 6, 1, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 330Ε, Θεαίτ. 195Α, Κέβητος Πίναξ 3. IV. δὲν δίδω προσοχήν, παρακούω, μὴ πειθαρχεΐν… ἀλλὰ παρακούειν Πολύβ. 26. 2, 1, κτλ. ˙ περί τινος ὁ αὐτ. 30. 18, 2˙ ὡσαύτως, προσποιοῦμαι ὅτι δὲν ἀκούω, ὁ αὐτ. 3. 15, 2, Πλουτ. Φιλοπ. 16. - Παθ., ἀκούομαι οὐχὶ μετὰ προσοχῆς, δὲν προσέχουσιν εἰς ἐμέ, δὲν ὑπακούομαι, Πολύβ. 5. 35, 5. 2) μετὰ γεν. προσ., ὀ αὐτ. 2. 8, 3, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 17˙ μετὰ γενικ. πράγμ., Πολύβ. 7. 11, 9. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 115.

French (Bailly abrégé)

I. entendre auprès de ou en passant, particul. entendre parler de qch par hasard, apprendre accidentellement, acc.;
II. entendre à la dérobée ; τί τινος, recueillir furtivement qqe parole de qqn ; τινος entendre dire qch à la dérobée;
III. entendre mal ou à demi, d’où
1 faire semblant de ne pas entendre, gén.;
2 ne pas écouter, refuser d’obéir, gén..
Étymologie: παρά, ἀκούω.

English (Strong)

from παρά and ἀκούω; to mishear, i.e. (by implication) to disobey: neglect to hear.

English (Thayer)

1st aorist παρήκουσα;
1. to hear aside i. e. casually or carelessly or amiss (see παρά, IV:2) (often so in classical Greek; on the frequent use of this verb by Philo see Siegfried, Philo van Alex. as above with (1875), p. 106).
2. to be unwilling to hear, i. e. on hearing to neglect, to pay no heed to (with a genitive of the person, Polybius 2,8, 3; 3,15, 2); contrary to Greek usage (but cf. Plutarch, Philop. § 16,1 καί παριδεῖν τί καί παρακουσαι τῶν ἁμαρτανομενων, de curios. § 14 πείρω καί τῶν ἰδίων ἐνια παρακουσαι πότε καί παριδεῖν, with an accusative, τόν λόγον, T WH Tr text (others, 'overhearing the word as it was being spoken'; cf. Buttmann, 302 (259)); to refuse to hear, pay no regard to, disobey: τίνος, what one says, τά ὑπό τοῦ βασιλέως λεγόμενα, Esther 3:3).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. ακούω άλλο αντί άλλου, ακούω κάτι διαφορετικά από ό,τι λέγεται, ακούω κάτι εσφαλμένα («παρορῶσί τε καὶ παρακούουσι καὶ παρανοοῡσι πλεῑστα», Πλάτ.)
2. αντιλαμβάνομαι πλημμελώς, παρανοώ
3. επιδεικνύω απείθεια, ανυπακοή σχετικά με εντολή που μού δόθηκε, απειθώ
αρχ.
1. πληροφορούμαι κάτι τυχαία, από φήμες
2. μόλις ακούω κάποιον να λέει κάτι, μόλις παίρνουν τ' αφτιά μου κάτι («παρακούσας τοῡ δεσπότου προδραμών... ἀπέρχεται», Λουκ.)
3. ακούω χωρίς να προσέχω, αδιάφορα
4. (κατ' επέκτ.) αδιαφορώ για κάτι («παρακούειν τῶν γραφομένων», Πολ.)
5. προσποιούμαι ότι δεν ακούω, κωφεύω
6. παθ. παρακούομαι
περιφρονούμαι, δεν εισακούομαι.