παρακρουσιχοίνικος: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
(6_16)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακρουσιχοίνικος''': -ον, «ὁ παρακρουόμενος ἐν τῶ μετρεῖν˙ τὸ γὰρ ἀπατᾶν παρακρούσασθαι ἔλεγον» Φώτ. (πρβλ. [[παρακρούω]] Ι), Κώμικ. Ἀνώνυμ. 318, πρβλ. [[κρουσιμετρέω]], ἴδε καὶ Ἡσυχ. ἐν λέξει.
|lstext='''παρακρουσιχοίνικος''': -ον, «ὁ παρακρουόμενος ἐν τῶ μετρεῖν˙ τὸ γὰρ ἀπατᾶν παρακρούσασθαι ἔλεγον» Φώτ. (πρβλ. [[παρακρούω]] Ι), Κώμικ. Ἀνώνυμ. 318, πρβλ. [[κρουσιμετρέω]], ἴδε καὶ Ἡσυχ. ἐν λέξει.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(ως κωμική λ.) αυτός που εξαπατά στο [[μέτρημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παράκρουσις]] «[[απάτη]]» <span style="color: red;">+</span> [[χοῖνιξ]], -<i>ικος</i> «[[μέτρο]] χωρητικότητας» (<b>πρβλ.</b> <i>ημι</i>-<i>χοίνικος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

English (LSJ)

ον,

   A striking off too much from the top of the measure (cf. παρακρούω VII), Com.Adesp.1104.

German (Pape)

[Seite 485] mit falschem Maaße betrügend, comic. in VLL.; vgl. Poll. 4, 169.

Greek (Liddell-Scott)

παρακρουσιχοίνικος: -ον, «ὁ παρακρουόμενος ἐν τῶ μετρεῖν˙ τὸ γὰρ ἀπατᾶν παρακρούσασθαι ἔλεγον» Φώτ. (πρβλ. παρακρούω Ι), Κώμικ. Ἀνώνυμ. 318, πρβλ. κρουσιμετρέω, ἴδε καὶ Ἡσυχ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως κωμική λ.) αυτός που εξαπατά στο μέτρημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράκρουσις «απάτη» + χοῖνιξ, -ικος «μέτρο χωρητικότητας» (πρβλ. ημι-χοίνικος)].