παραληπτός: Difference between revisions
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut prendre avec soi, dont on ne peut se charger.<br />'''Étymologie:''' [[παραλαμβάνω]]. | |btext=ή, όν :<br />qu’on peut prendre avec soi, dont on ne peut se charger.<br />'''Étymologie:''' [[παραλαμβάνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παραλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να παραλάβει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[εφαρμογή]], [[εφαρμόσιμος]] («οὐκ [[ἄλλου]] τινὸς ἕνεκεν τῆς φυσικής θεωρίας παραληπτῆς οὔσης», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A to be received, opp. παραδοτός, ἄλλῳ παρ' ἄλλου Pl.Men.93b. II deserving of inclusion, Chrysipp.Stoic.3.17.
German (Pape)
[Seite 487] angenommen, annehmbar, Ggstz παραδοτός, Plat. Men. 93 b u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραληπτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παραλάβῃ, αντίθετον τῷ παραδοτός, τινι παρά τινος Πλάτ. Μένων 93Β. ΙΙ ἐφαρμόσιμος, πρός τι Χρύσιππ. Παρὰ Πλουτ. 2. 1035D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut prendre avec soi, dont on ne peut se charger.
Étymologie: παραλαμβάνω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α παραλαμβάνω
1. αυτός τον οποίο μπορεί να παραλάβει κανείς
2. ο κατάλληλος για εφαρμογή, εφαρμόσιμος («οὐκ ἄλλου τινὸς ἕνεκεν τῆς φυσικής θεωρίας παραληπτῆς οὔσης», Πλούτ.).